Μπροστά σε κάποια γεγονότα που μπορεί να συμβούν, μέσα σε μια σεζόν, όσο αδιανόητα και αν φαντάζουν, κανένα σύστημα, κανένα rotation, καμία τακτική δεν έχει σημασία. Υπάρχουν βραδιές που το μπάσκετ παύει να είναι παιχνίδι και γίνεται κάτι πιο ανθρώπινο, πιο ευάλωτο, πιο σκληρό.
Ο τραυματισμός του Κίναν Έβανς ήταν ακριβώς μια τέτοια στιγμή.
Ένας αθλητής που πάλεψε περισσότερο απ’ όσο μπορεί να αντέξει άνθρωπος. Ένας παίκτης που γύρισε από δύο σοβαρούς τραυματισμούς, που δούλεψε αθόρυβα, που ξαναστήθηκε από το μηδέν, που περίμενε τη στιγμή της επιστροφής σαν λύτρωση. Κι όταν αυτή έφτασε, μέσα σε μια στιγμή χάθηκε ξανά.
Το ΣΕΦ πάγωσε. Οι χιλιάδες άνθρωποι που τον αποθέωναν λίγα δευτερόλεπτα πριν, τώρα απλώς κοιτούσαν άφωνοι. Ο ίδιος, να ψελλίζει “no way”… λες και προσπαθούσε να αρνηθεί αυτό που ήδη γνώριζε το σώμα του.
Ο πάγκος, οι συμπαίκτες που έτρεξαν δίπλα του, η ψυχρή σιωπή του κοινού, όλα μαρτυρούσαν το ίδιο: δεν ήταν ένας απλός τραυματισμός. Ήταν ένα πλήγμα που χτύπησε βαθιά ολόκληρη την ομάδα.
Η διάγνωση ήρθε λίγο αργότερα, επιβεβαιώνοντας τον φόβο όλων. Μια νέα ρήξη στον αχίλλειο, στο αριστερό πόδι αυτή τη φορά. Τρίτο μεγάλο χτύπημα σε δύο χρόνια. Μια δοκιμασία που σε κάνει να αναρωτιέσαι πόση δύναμη μπορεί να κρύβει μέσα του ένας άνθρωπος.
Κι όμως, μέσα σε αυτό το σκοτάδι υπάρχει κάτι που δεν αλλάζει ποτέ: η ομάδα γύρω του. Η ομάδα που στέκεται, που προστατεύει, που αγκαλιάζει. Ο Μπαρτζώκας και ο Μπαφές στη συνέντευξη Τύπου ήταν η απόδειξη. Δεν απαντούσαν σαν προπονητής και παράγοντας, απαντούσαν σαν άνθρωποι που είδαν έναν δικό τους να πονάει.
Και ο κόσμος στις εξέδρες, που χειροκροτούσε τον Κίναν καθώς έφευγε, χειροκροτούσε όχι τον παίκτη, αλλά τον άνθρωπο που δεν παράτησε ποτέ.
Γιατί αυτό είναι, πάνω απ’ όλα, ο Ολυμπιακός: μια ομάδα που, όσο κι αν πληγώνεται, δεν χάνει το σθένος της. Δεν σταματά να στηρίζει όσους φορούν τα χρώματά της. Δεν αφήνει κανέναν πίσω.
Και ακόμη κι όταν έρχονται τα πιο σκληρά χτυπήματα, εκείνη μένει όρθια, ενωμένη, αποφασισμένη να συνεχίσει.
Η σεζόν θα προχωρήσει χωρίς τον Έβανς στο παρκέ. Η απώλεια είναι τεράστια, η σκιά της θα μείνει για καιρό. Αλλά η ομάδα του θα παίζει και για εκείνον. Θα πηγαίνει μπροστά και με το δικό του κομμάτι, αυτό που άφησε μέσα τους.
Και όταν έρθει η στιγμή —όποτε κι αν είναι— να ξανασηκωθεί, θα τον βρει πάλι εδώ το ίδιο γήπεδο, τους ίδιους ανθρώπους, την ίδια αγκαλιά να τον περιμένει.
Γιατί το μπάσκετ και ο αθλητισμός έχουν πόνο, αλλά η καρδιά αυτής της ομάδας έχει περισσότερη δύναμη.
Και αυτό δεν λυγίζει ποτέ.

